sic
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ετυμολογία
[επεξεργασία]sic < λατινικά sic· πιθανόν πρωτοεμφανίστηκε με αυτήν την έννοια το 1856
Επίρρημα
[επεξεργασία]sic
- επακριβής (χωρίς διόρθωση των λαθών) αντιγραφή από το πρωτότυπο
- Το 1831 (sic) οι Έλληνες επαναστάτησαν εναντίον των Ελβετών (sic!)
Σημειώσεις
[επεξεργασία]- συνήθως ανάμεσα σε παρενθέσεις: (sic) και πολλές φορές με τη χρήση θαυμαστικού:(sic!)
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]-
sic στη Βικιπαίδεια
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]
Επίρρημα
[επεξεργασία]sic (la)