sic
Εμφάνιση
Διαγλωσσικοί όροι (mul)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]sic < λατινική sic· πιθανόν πρωτοεμφανίστηκε με αυτήν την έννοια το 1856
Επίρρημα
[επεξεργασία]sic
- αυτολεξεί· επακριβής αντιγραφή από το πρωτότυπο χωρίς διόρθωση των λαθών
Το 1831 (sic) οι Έλληνες επαναστάτησαν εναντίον των Ελβετών (sic!)
Σημειώσεις
[επεξεργασία]- συνήθως ανάμεσα σε παρενθέσεις: (sic) και πολλές φορές με τη χρήση θαυμαστικού:(sic!)
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]-
sic στη Βικιπαίδεια

Λατινικά (la)
[επεξεργασία]
Επίρρημα
[επεξεργασία]sic (la) (τροπικό επίρρημα)
Πηγές
[επεξεργασία]- sic - Gaffiot, Félix (1934) Dictionnaire illustré latin-français, Hachette [Γκαφιό, Φελίξ (1934) Εικονογραφημένο λατινογαλλικό λεξικό, Ασέτ] (στα γαλλικά)
- sic - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.