Μετάβαση στο περιεχόμενο

sic

Από Βικιλεξικό

Διαγλωσσικοί όροι (mul)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

sic < λατινική sic· πιθανόν πρωτοεμφανίστηκε με αυτήν την έννοια το 1856

Επίρρημα

[επεξεργασία]

sic

Σημειώσεις

[επεξεργασία]
  • συνήθως ανάμεσα σε παρενθέσεις: (sic) και πολλές φορές με τη χρήση θαυμαστικού:(sic!)

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]



Λατινικά (la)

[επεξεργασία]

Επίρρημα

[επεξεργασία]

sic (la) (τροπικό επίρρημα)