elegant

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: élégant
παραθετικά
θετικός elegant
συγκριτικός more elegant
υπερθετικός most elegant

Επίθετο

[επεξεργασία]

elegant (en)

  1. κομψός, για τους ανθρώπους ή τη συμπεριφορά τους, ελκυστική και που δείχνει γούστο
    elegant manners - κομψοί τρόποι
    You look very elegant tonight.
    Πολύ κομψή είσαι απόψε!
  2. κομψός, για ρούχα, τόποι και πράγματα, ελκυστικά και με καλό σχέδιο
    elegant clothes/elegant uniform - κομψά ρούχα/κομψή στολή
    an elegant phrase - μια κομψή φράση

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Επίθετο

[επεξεργασία]

elegant (de)



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

elegant (pl) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]



Επίθετο

[επεξεργασία]

elegant (ro)