elegantly

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
παραθετικά
θετικός elegantly
συγκριτικός more elegantly
υπερθετικός most elegantly

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
elegantly < elegant + -ly

Επίρρημα

[επεξεργασία]

elegantly (en)

  • κομψά, με τρόπο που είναι ελκυστικός και δείχνει καλό στυλ
    ⮡  He dresses elegantly.
    Ντύνεται κομψά.