μόδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μόδα | οι | μόδες |
γενική | της | μόδας | — | |
αιτιατική | τη | μόδα | τις | μόδες |
κλητική | μόδα | μόδες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μόδα < (ορθογραφικό δάνειο) γαλλική mod(e) + -α [1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈmo.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μό‐δα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μόδα θηλυκό
- τάση σχετική με το ντύσιμο ή γενικά την εξωτερική εμφάνιση που υιοθετείται ευρύτατα για κάποιο χρονικό διάστημα
- (γενικότερα) συνήθεια που υιοθετείται παροδικά από μεγάλο αριθμό ατόμων
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- της μόδας: για κάτι που είναι σύμφωνο με τη μόδα
- ↪ τα παντελόνια με καμπάνα ήταν πολύ της μόδας τη δεκαετία του '70
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Κατηγορία:Μόδα (νέα ελληνικά) στο Βικιλεξικό
- μοντέρνος
-
μόδα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μόδα
[επεξεργασία]
- ↑ μόδα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Ορθογραφικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -α, θηλυκό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)