μόδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μόδα | οι | μόδες |
γενική | της | μόδας | — | |
αιτιατική | τη | μόδα | τις | μόδες |
κλητική | μόδα | μόδες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δεν συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μόδα θηλυκό
- τάση σχετική με το ντύσιμο ή γενικά την εξωτερική εμφάνιση που υιοθετείται ευρύτατα για κάποιο χρονικό διάστημα
- (γενικότερα) συνήθεια που υιοθετείται παροδικά από μεγάλο αριθμό ατόμων
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- της μόδας: για κάτι που είναι σύμφωνο με τη μόδα
- τα παντελόνια με καμπάνα ήταν πολύ της μόδας τη δεκαετία του '70
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
μόδα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μόδα