συρμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο συρμός οι συρμοί
      γενική του συρμού των συρμών
    αιτιατική τον συρμό τους συρμούς
     κλητική συρμέ συρμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
συρμός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συρμός < σύρω, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική train[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /siɾˈmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συρ‐μός
συρμός με μπλε βαγόνια

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

συρμός αρσενικό

  1. το τρένο, η μηχανή μαζί με τα βαγόνια
     συνώνυμα: αμαξοστοιχία
  2. το φορτηγό, που είναι οχήματα συνδεδεμένα μεταξύ τους και κινούνται ως μία μονάδα
     συνώνυμα: ρυμουλκό
    αντίθετο: ημιρυμουλκούμενο (επικαθήμενο)
  3. (παρωχημένο) η μόδα
    ※  Ενδύματα του τελευταίου συρμού των Παρισίων. (περιοδικό Ευτέρπη, Αθήνα, 1847)
  4. (συχνά με αρνητική απόχρωση)
    μην αφήνεις να σε παρασύρουν οι ιδέες του συρμού

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική συρμός οἱ συρμοί
      γενική τοῦ συρμοῦ τῶν συρμῶν
      δοτική τῷ συρμ τοῖς συρμοῖς
    αιτιατική τὸν συρμόν τοὺς συρμούς
     κλητική ! συρμέ συρμοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  συρμώ
γεν-δοτ τοῖν  συρμοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
συρμός < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

συρμός, -οῦ αρσενικό

  1. σύρσιμο, τράβηγμα
    ※  1ος κε αιώνας Φίλων ο Ιουδαίος, De Specialibus Legibus (lib. i‑iv), 4.113, @scaife.perseus
    Τῆς δ’ αὐτῆς ἰδέας ἐχόμενος τῶν ἑρπετῶν ὅσα ἢ ἄποδα ἢ συρμῷ τῆς γαστρὸς ἰλυσπώμενα ἢ τετρασκελῆ καὶ πολύποδα φησὶν εἶναι πρὸς ἐδωδὴν οὐ καθαρά,
  2. γραμμή μετεώρου
  3. (μετεωρολογία) ορμητική κίνηση των κυμάτων και των ανέμων
    ※  4ος πκε αιώνας Ἀριστοτέλης, Περὶ θαυμασίων ἀκουσμάτων 130.1, 843a @scaife.perseus
    Ἐκ γὰρ τοῦ Τυρρηνικοῦ πελάγους πολλῷ ῥοίζῳ φερόμενον τὸν κλύδωνα προσβάλλειν πρὸς ἀμφότερα τὰ ἀκρωτήρια, τὸ μὲν τῆς Σικελίας, τὸ δὲ τῆς Ιταλίας, τὸ προσαγορευόμενον Ῥήγιον, καὶ φερόμενον ἐκ μεγάλου πελάγους εἰς στενὸν συγκλείεσθαι, τούτου δὲ γινομένου κῦμα μετέωρον αἴρειν σὺν πολλῷ βρόμῳ ἐπὶ πάνυ πολὺν τόπον τῆς ἄνω φοράς, ὥστε τοῖς μακρὰν ἀπέχουσι σύνοπτον εἶναι τὸν μετεωρισμόν οὐχ ὅμοιον φαινόμενον θαλάσσης ἀναφορᾷ, λευκὸν δὲ καὶ ἀφρῶδες, παραπλήσιον δὲ τοῖς συρμοῖς τοῖς γινομένοις ἐν τοῖς ἀνυπερβλήτοις χειμῶσι.
    ※  1ος πκε αιώνας Διόδωρος Σικελιώτης, Βιβλιοθήκη Ἱστορική, 14, 28.2 @scaife.perseus
    τοῦ δὲ χειμῶνος ἐπίτασιν λαμβάνοντος ἐπεγενήθη πνευμάτων μέγεθος μετὰ πολλῆς χαλάζης, ὥστε τοῦ συρμοῦ κατὰ πρόσωπον ὄντος ἀναγκασθῆναι καθίσαι τὴν δύναμιν ἅπασαν·
    ※  1ος κε αιώνας Φίλων ο Ιουδαίος, De Gigantibus, 13, @scaife.perseus
    ἐκεῖναι δ’ ὥσπερ εἰς ποταμὸν τὸ σῶμα καταβᾶσαι ποτὲ μὲν ὑπὸ συρμοῦ δίνης βιαιοτάτης ἁρπασθεῖσαι κατεπόθησαν, ποτὲ δὲ πρὸς τὴν φορὰν ἀντισχεῖν δυνηθεῖσαι τὸ μὲν πρῶτον ἀνενήξαντο, εἶτα ὅθεν ὥρμησαν, ἐκεῖσε πάλιν ἀνέπτησαν.
  4. έρπουσα πορεία φιδιού, ίχνη από την πορεία ενός φιδιού
    ※  1ος/2ος κε αιώνας Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι Αντώνιος, 86.3 @scaife.perseus
    οὐ μὴν οὐδὲ τὸ θηρίον ἐντὸς ὤφθη, συρμοὺς δέ τινας αὐτοῦ παρὰ θάλασσαν, ᾗ τὸ δωμάτιον ἀφεώρα καὶ θυρίδες ἦσαν, ἰδεῖν ἔφασκον. ἔνιοι δὲ καὶ τὸν βραχίονα τῆς Κλεοπάτρας ὀφθῆναι δύο νυγμὰς ἔχοντα λεπτὰς καὶ ἀμυδράς· οἷς ἔοικε πιστεῦσαι καὶ ὁ Καῖσαρ.
    ΣτΕ: Ο Πλούταρχος αναφέρεται στο θάνατο της Κλεοπάτρας της Αιγύπτου από δάγκωμα φιδιού και στα ίχνη που άφησε το φίδι έρποντας κοντά στη θάλασσα.
     συνώνυμα: συρμή, σύρμα
  5. εμετός ή ιατρική κάθαρση

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  • → δείτε τη λέξη σύρω