κύμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κύμα | τα | κύματα |
γενική | του | κύματος | των | κυμάτων |
αιτιατική | το | κύμα | τα | κύματα |
κλητική | κύμα | κύματα | ||
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κύμα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κῦμα < πρωτοελληνική *kūmə < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱewh₁- (φουσκώνω)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈci.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κύ‐μα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κύμα ουδέτερο
- η μάζα νερού η οποία ανυψώνεται και χαμηλώνει σε συνεχείς, διαδοχικούς σχηματισμούς στην επιφάνεια της θάλασσας, μιας λίμνης κ.λπ. από την επίδραση δυνατού ανέμου ή άλλου παράγοντα
- ↪ έξι ιστιοπλόοι αγωνίστηκαν στα κύματα του Αιγαίου
- (συνεκδοχικά) στην ακρογιαλιά
- ↪ χτίζει σπίτι πάνω στο κύμα
- οτιδήποτε μοιάζει με το κύμα στη μορφή ή την κίνηση
- ↪ κύματα λάβας / άμμου / ανθρώπων / πιθανοτήτων
- (μεταφορικά) κάθε φαινόμενο ή τάση στη φύση ή την κοινωνία που εκδηλώνεται μαζικά και με ένταση
- ↪ κύματα ενθουσιασμού / βίας / ιδιωτικοποιήσεων / μετανάστευσης
- (φυσική) κινούμενη διαταραχή της ενεργειακής στάθμης ενός πεδίου
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- μήκος κύματος
- περνώ από σαράντα κύματα: αντιμετωπίζω πολλά εμπόδια, δυσκολεύομαι από μια χρονοβόρα και γεμάτη εμπόδια κατάσταση
- Νέο Κύμα : ελληνικό μουσικό ρεύμα της δεκαετίας του 1960
[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
κύμα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κύμα
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'κύμα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοελληνική (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φυσική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)