gulp
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
gulp | gulps |
gulp (en)
- η ρουφηξιά, η ποσότητα που έχει ρουφήξει κάποιος
- η ρουφηξιά, μια ενέργεια του να ρουφάω
- ↪ He drank it all in one gulp.
- Το ήπιε όλο με μια ρουφηξιά.
- ↪ She downed a glass of beer in one gulp.
- Κατέβασε μονορούφι ένα ποτήρι μπίρα.
- ↪ He drank it all in one gulp.
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | gulp |
γ΄ ενικό ενεστώτα | gulps |
αόριστος | gulped |
παθητική μετοχή | gulped |
ενεργητική μετοχή | gulping |
gulp (en)
- (μεταβατικό) ρουφάω, καταπίνω γρήγορα μεγάλες ποσότητες φαγητού ή ποτού
Πηγές
[επεξεργασία]- gulp (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- gulp (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 774. ISBN 9780194325684., λήμμα: ρουφηξιά, ρουφώ
Ολλανδικά (nl)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]gulp (nl)
- το κύμα