gulp
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
gulp | gulps |
gulp (en)
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | gulp |
γ΄ ενικό ενεστώτα | gulps |
αόριστος | gulped |
παθητική μετοχή | gulped |
ενεργητική μετοχή | gulping |
gulp (en)
- (μεταβατικό) ρουφάω, καταπίνω γρήγορα μεγάλες ποσότητες φαγητού ή ποτού
Πηγές
[επεξεργασία]- gulp (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- gulp (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 774. ISBN 9780194325684., λήμμα: ρουφηξιά, ρουφώ
Ολλανδικά (nl)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]gulp (nl)
- το κύμα