κύμανση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κύμανση | οι | κυμάνσεις |
γενική | της | κύμανσης* | των | κυμάνσεων |
αιτιατική | την | κύμανση | τις | κυμάνσεις |
κλητική | κύμανση | κυμάνσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, κυμάνσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κύμανση < αρχαία ελληνική κύμανσις ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική fluctuation[1])
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κύμανση θηλυκό
- άλλη μορφή του διακύμανση
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη κύμα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κύμανση
|
- ↑ κύμανση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)