διακύμανση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διακύμανση < διακυμαίνομαι + -ση < ελληνιστική κοινή διακυμαίνω < διά + αρχαία ελληνική κῦμα < κύω < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *ḱewh₁- (διογκώνομαι, φουσκώνω)((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική fluctuation)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ði.a.ˈci.man.si/ και /ðʝa.ˈci.man.si/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
διακύμανση θηλυκό
- διαδοχικές αυξήσεις και μειώσεις ενός μεγέθους (π.χ. τιμών)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις διακυμαίνομαι και κύμα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διακύμανση