αύξηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αύξηση | οι | αυξήσεις |
γενική | της | αύξησης & αυξήσεως |
των | αυξήσεων |
αιτιατική | την | αύξηση | τις | αυξήσεις |
κλητική | αύξηση | αυξήσεις | ||
όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αύξηση < αρχαία ελληνική αὔξησις
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αύξηση θηλυκό
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αυξάνω, η πρόκληση ανόδου στην ποσότητα ή στην αριθμητική τιμή
- η πιθανή αύξηση του πληθωρισμού είναι ανησυχητικό στοιχείο
- (γραμματική) μορφολογικό στοιχείο των παρελθοντικών χρόνων στα αρχαία και στα νέα ελληνικά
- συλλαβική αύξηση: η πρόσθεση ενός ε- ή -η πριν το θέμα της λέξης, όταν αυτό αρχίζει από σύμφωνο, π.χ. βάζω, έβαζα, θέλω, ήθελα
- χρονική αύξηση: η τροπή του αρχικού βραχέος φωνήεντος σε μακρό (στα αρχαία ελληνικά, π.χ. ὁρίζω, ὥριζον)
- εσωτερική αύξηση: η αύξηση που εμφανίζεται μετά την πρόθεση σε σύνθετα ρήματα, πχ. καταγράφω, κατέγραψα)