Μετάβαση στο περιεχόμενο

αύξησης

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

αύξησης θηλυκό

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]