πεδίο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πεδίο τα πεδία
      γενική του πεδίου των πεδίων
    αιτιατική το πεδίο τα πεδία
     κλητική πεδίο πεδία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Στον παραπάνω πίνακα η τιμή «Value» είναι στο πεδίο του γνωρίσματος Α1 της πρώτης εγγραφής ή αλλιώς εκεί που τέμνεται η πρώτη γραμμή με την στήλη Α1

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πεδίο < αρχαία ελληνική πεδίον < πέδον

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πεδίο ουδέτερο

  1. η επίπεδη έκταση, πεδιάδα
  2. (κατ’ επέκταση) ο χώρος όπου συμβαίνει κάτι
    ένα ευρύ πεδίο δράσης
    το πεδίο της μάχης
  3. (φυσική) ο χώρος μέσα στον οποίο ασκούνται κάποιες δυνάμεις
    το ηλεκτρομαγνητικό πεδίο
  4. (πληροφορική) η θέση (οθόνη, μνήμη, κλπ) για καταχώριση, αποθήκευση δεδομένων
  5. (βάσεις δεδομένων) το καθένα από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα μιας εγγραφής. Η τομή μιας γραμμής (row) και μιας στήλης (column) ενός πίνακα
    καταγραφή των μαθητών ενός σχολείου με τρία βασικά πεδία: ονοματεπώνυμο, βαθμός προαγωγής, διαγωγή
    Συνώνυμα: γνώρισμα, ιδιότητα

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]