field

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
field fields

field (en)

  1. το χωράφι, ο αγρός, μια περιοχή γης στη χώρα που χρησιμοποιείται για την καλλιέργεια φυτών ή τη διατήρηση ζώων, που συνήθως περιβάλλεται από φράχτη κτλ.
    a wheat field - ένα χωράφι με σιτάρι
    He landed the airplane in a field.
    Προσγείωσε το αεροπλάνο σ' ένα χωράφι.
    They worked in the fields.
    Δούλεψαν στα χωράφια.
  2. (συνήθως σε σύνθετα) το πεδίο, έκταση γης που χρησιμοποιείται για τον αναφερόμενο σκοπό
    a landing field - πεδίο προσγειώσεως
  3. (συνήθως σε σύνθετα) η περιοχή, μεγάλη έκταση γης καλυμμένη με το αναφερόμενο ή από την οποία αποκτάται το αναφερόμενο
    an oil field - πετρελαιοφόρος περιοχή
    a coal field - ανθρακοφόρος περιοχή
  4. το γήπεδο, μια έκταση γης που χρησιμοποιείται για αθλήματα
    sports/playing field - αθλητικό γήπεδο
    football field - ποδοσφαιρικό γήπεδο
  5. (συνήθως the field, συνήθως ενικός) το πεδίο, μια περιοχή γης όπου διεξάγεται μάχη
    the field of battle - το πεδίο μάχης
     συνώνυμα: battlefield
  6. το πεδίο, ο χώρος, η σφαίρα, ένα συγκεκριμένο θέμα ή δραστηριότητα που ασχολείται ή ενδιαφέρεται για κάποιον
    It is outside of my field of expertise.
    Βρίσκεται έξω από το πεδίο των γνώσεών μου.
    That belongs to the field of medicine.
    Αυτό ανήκει στο χώρο της ιατρικής.
    This is not my field.
    Αυτό δεν είναι στη σφαίρα μου.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη domain
  7. (φυσική, συνήθως σε σύνθετα) το πεδίο, η περιοχή του χώρου μέσα στην οποία δρα μια δύναμη σε ένα σώμα
    a magnetic field - μαγνητικό πεδίο
  8. (πληροφορική) το πεδίο, καθένας από τους ειδικούς χώρους, ειδικά σε μια βάση δεδομένων, όπου καταγράφονται στοιχεία με κοινά χαρακτηριστικά
    The database has four fields: full name, occupation, address, and telephone.
    Η βάση δεδομένων έχει τέσσερα πεδία: ονοματεπώνυμο, επάγγελμα, διεύθυνση και τηλέφωνο.
  9. (εραλδική) το φόντο
    the field of a shield - το φόντο ενός οικοσήμου

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]
ενεστώτας field
γ΄ ενικό ενεστώτα fields
αόριστος fielded
παθητική μετοχή fielded
ενεργητική μετοχή fielding

field (en)

  1. προτείνω, παρουσιάζω υποψήφιο, ομιλητή, ομάδα κτλ. για να με εκπροσωπήσει σε εκλογές, διαγωνισμό κτλ.
    They fielded a candidate.
    Πρότειναν έναν υποψήφιο.
  2. παίρνω και ασχολούμαι με ερωτήσεις ή σχόλια
    The fire department fielded dozens of calls.
    Η πυροσβεστική πήρε δεκάδες κλήσεις.