field
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
field | fields |
field (en)
- το χωράφι, ο αγρός, μια περιοχή γης στη χώρα που χρησιμοποιείται για την καλλιέργεια φυτών ή τη διατήρηση ζώων, που συνήθως περιβάλλεται από φράχτη κτλ.
- ⮡ ⮡ a wheat field - ένα χωράφι με σιτάρι
- ⮡ He landed the airplane in a field.
- Προσγείωσε το αεροπλάνο σ' ένα χωράφι.
- ⮡ They worked in the fields.
- Δούλεψαν στα χωράφια.
- (συνήθως σε σύνθετα) το πεδίο, έκταση γης που χρησιμοποιείται για τον αναφερόμενο σκοπό
- ⮡ a landing field - πεδίο προσγειώσεως
- (συνήθως σε σύνθετα) η περιοχή, μεγάλη έκταση γης καλυμμένη με το αναφερόμενο ή από την οποία αποκτάται το αναφερόμενο
- ⮡ an oil field - πετρελαιοφόρος περιοχή
- ⮡ a coal field - ανθρακοφόρος περιοχή
- το γήπεδο, μια έκταση γης που χρησιμοποιείται για αθλήματα
- ⮡ sports/playing field - αθλητικό γήπεδο
- ⮡ football field - ποδοσφαιρικό γήπεδο
- (συνήθως the field, συνήθως ενικός) το πεδίο, μια περιοχή γης όπου διεξάγεται μάχη
- ⮡ the field of battle - το πεδίο μάχης
- ≈ συνώνυμα: battlefield
- το πεδίο, ο χώρος, η σφαίρα, ένα συγκεκριμένο θέμα ή δραστηριότητα που ασχολείται ή ενδιαφέρεται για κάποιον
- (φυσική, συνήθως σε σύνθετα) το πεδίο, η περιοχή του χώρου μέσα στην οποία δρα μια δύναμη σε ένα σώμα
- ⮡ a magnetic field - μαγνητικό πεδίο
- (πληροφορική) το πεδίο, καθένας από τους ειδικούς χώρους, ειδικά σε μια βάση δεδομένων, όπου καταγράφονται στοιχεία με κοινά χαρακτηριστικά
- ⮡ The database has four fields: full name, occupation, address, and telephone.
- Η βάση δεδομένων έχει τέσσερα πεδία: ονοματεπώνυμο, επάγγελμα, διεύθυνση και τηλέφωνο.
- ⮡ The database has four fields: full name, occupation, address, and telephone.
- (εραλδική) το φόντο
- ⮡ the field of a shield - το φόντο ενός οικοσήμου
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | field |
γ΄ ενικό ενεστώτα | fields |
αόριστος | fielded |
παθητική μετοχή | fielded |
ενεργητική μετοχή | fielding |
field (en)
- προτείνω, παρουσιάζω υποψήφιο, ομιλητή, ομάδα κτλ. για να με εκπροσωπήσει σε εκλογές, διαγωνισμό κτλ.
- ⮡ They fielded a candidate.
- Πρότειναν έναν υποψήφιο.
- ⮡ They fielded a candidate.
- παίρνω και ασχολούμαι με ερωτήσεις ή σχόλια
- ⮡ The fire department fielded dozens of calls.
- Η πυροσβεστική πήρε δεκάδες κλήσεις.
- ⮡ The fire department fielded dozens of calls.
Πηγές
[επεξεργασία]- field (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- field (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 188. ISBN 9780194325684., λήμμα: γήπεδο