field
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
field (en)
- αγρός
- πεδίο
- (μαθηματικά) σώμα
- (πληροφορική) το πεδίο και ειδικότερα για τις βάσεις δεδομένων:
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
field στην αγγλική Βικιπαίδεια
[επεξεργασία]
- ↑ (αγγλικά) "Introduction to SQL". Προσπέλαση 2020-03-19