Μετάβαση στο περιεχόμενο

battlefield

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
battlefield battlefields

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
battlefield < battle + field

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

battlefield (en)

  • το πεδίο της μάχης
      Fighting on the battlefield lasted all night.
    Η μάχη στο πεδίο κράτησε όλη τη νύχτα.