column

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
column columns

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈkɒləm/ και /ˈkɑləm/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

column (en)

  1. (αρχιτεκτονική) κίονας, στύλος
  2. στήλη (στον τύπο)
  3. (βάσεις δεδομένων) η στήλη ενός πίνακα (table) στις σχεσιακές βάσεις δεδομένων (relational databases)
     συνώνυμα: attribute (στη θεωρία της επιστήμης των υπολογιστών)
    υπώνυμα : candidate key, foreign key, primary key, null

Παράγωγες λέξεις[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]