row
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
row | rows |
row (en)
- γραμμή
- καβγάς
- (βάσεις δεδομένων) η γραμμή ενός πίνακα στις σχεσιακές βάσεις δεδομένων
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | row |
γ΄ ενικό ενεστώτα | rows |
αόριστος | rowed |
παθητική μετοχή | rowed |
ενεργητική μετοχή | rowing |
row (en)