κωπηλατώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κωπηλατώ < αρχαία ελληνική κωπηλατέω < κώπη + ἐλαύνω

Ρήμα[επεξεργασία]

κωπηλατώ, πρτ.: κωπηλατούσα, στ.μέλλ.: θα κωπηλατήσω, αόρ.: κωπηλάτησα

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]