κωπηλάτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κωπηλάτης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κωπηλάτης < κώπη + ἐλαύνω
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ko.piˈla.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κω‐πη‐λά‐της
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κωπηλάτης αρσενικό (θηλυκό κωπηλάτισσα & κωπηλάτρια)
- αυτός που κωπηλατεί
- ※ Οι Άραβες έκαναν μεγάλες προσπάθειες να εφοδιάσουν τον στρατό τους από τη θάλασσα. Μάλιστα, την άνοιξη του 718, έφτασε από την Αίγυπτο ένας μεγάλος στόλος με περισσότερα από τριακόσια πλοία φορτωμένα με όπλα και τρόφιμα και μπήκε στη Θάλασσα του Μαρμαρά. Ο ναύαρχος προχωρούσε με προσοχή, καθώς δεν ήξερε αν υπήρχαν βυζαντινά πολεμικά πλοία στην περιοχή, και, μόλις νύχτωσε, έδωσε εντολή να πλησιάσουν τα πλοία στην ακτή και να ρίξουν άγκυρα. Τότε, ένας μεγάλος αριθμός από χριστιανούς κωπηλάτες των πλοίων κατόρθωσαν να κλέψουν μερικές βάρκες και να διασχίσουν την απόσταση ως την Κωνσταντινούπολη.
- Jonathan Harris, Βυζάντιο, Ένας άγνωστος κόσμος, μετάφραση: Γιώργος Μπαρουξής, εκδόσεις: Μεταίχμιο, Αθήνα 2015, ISBN 9786180314809, @google.gr/books
- ※ Οι Άραβες έκαναν μεγάλες προσπάθειες να εφοδιάσουν τον στρατό τους από τη θάλασσα. Μάλιστα, την άνοιξη του 718, έφτασε από την Αίγυπτο ένας μεγάλος στόλος με περισσότερα από τριακόσια πλοία φορτωμένα με όπλα και τρόφιμα και μπήκε στη Θάλασσα του Μαρμαρά. Ο ναύαρχος προχωρούσε με προσοχή, καθώς δεν ήξερε αν υπήρχαν βυζαντινά πολεμικά πλοία στην περιοχή, και, μόλις νύχτωσε, έδωσε εντολή να πλησιάσουν τα πλοία στην ακτή και να ρίξουν άγκυρα. Τότε, ένας μεγάλος αριθμός από χριστιανούς κωπηλάτες των πλοίων κατόρθωσαν να κλέψουν μερικές βάρκες και να διασχίσουν την απόσταση ως την Κωνσταντινούπολη.
- (αθλητισμός) ο αθλητής της κωπηλασίας
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- κωπηλασία
- κωπηλάτημα / κωπηλάτισμα / κωπηλάτηση
- κωπηλατικός
- κωπηλάτισσα / κωπηλάτρια
- κωπήλατος
- κωπηλατώ
- → δείτε τις λέξεις κουπί, κώπη και ελαύνω
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κωπηλάτης
Πηγές
[επεξεργασία]- κωπηλάτης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- κωπηλάτης - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | κωπηλάτης | οἱ | κωπηλάται |
γενική | τοῦ | κωπηλάτου | τῶν | κωπηλατῶν |
δοτική | τῷ | κωπηλάτῃ | τοῖς | κωπηλάταις |
αιτιατική | τὸν | κωπηλάτην | τοὺς | κωπηλάτᾱς |
κλητική ὦ! | κωπηλάτᾰ | κωπηλάται | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κωπηλάτᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | κωπηλάταιν | ||
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κωπηλάτης, -ου αρσενικό
- κωπηλάτης
- ※ 3ος/2ος πκε αιώνας ⌘ Παλαιὰ Διαθήκη κατά την μετάφραση των Εβδομήκοντα , Ιεζεκιήλ, 27.29
- καὶ καταβήσονται ἀπὸ τῶν πλοίων πάντες οἱ κωπηλάται καὶ οἱ ἐπιβάται καὶ οἱ πρωρεῖς τῆς θαλάσσης ἐπὶ τὴν γῆν στήσονται
- ※ 2ος πκε αιώνας ⌘ Πολύβιος, Ἱστορίαι, 34.3.8, @scaife.perseus
- συμβαίνειν δέ ποτε καὶ τιτρώσκεσθαι διὰ τοῦ σκαφιδίου τὸν κωπηλάτην διὰ τὸ μέγεθος τοῦ ξίφους τῶν γαλεωτῶν καὶ τὸ τὴν ἀκμὴν τοῦ ζῴου συαγρώδη εἶναι καὶ τὴν θήραν.
- ※ 1ος/2ος κε αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Ἠθικά Περὶ ἀοργησίας, Section 11, 460b, @scaife.perseus
- οὐδὲν γὰρ οὕτως αἴτιόν ἐστι τοῦ παρούσης ὀργῆς κολάζειν, ὡς τὸ παυσαμένης μὴ κολάζειν ἀλλʼ ἐκλελύσθαι, καὶ ταὐτὸ πεπονθέναι τοῖς ἀργοῖς κωπηλάταις, οἳ γαλήνης ὁρμοῦσιν εἶτα κινδυνεύουσιν ἀνέμῳ πλέοντες.
- ※ 3ος/2ος πκε αιώνας ⌘ Παλαιὰ Διαθήκη κατά την μετάφραση των Εβδομήκοντα , Ιεζεκιήλ, 27.29
- είδος πολύποδα, ναυτίλος
- ※ 2/3ος κε αιώνας ⌘ Ἀθήναιος ὁ Nαυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 7, 103 @scaife.perseus, @el.wikisource, @dfhg-project.org
- φησὶν ὁ αὐτὸς Κλέαρχος,
οὔτε τὸν ἱερὸν καλούμενον πουλύπουν οὔτε τὸν κωπηλάτην πουλύπουν νόμιμον ἦν θηρεύειν, ἀλλ’ ἀπεῖπον τούτων τε καὶ τῆς θαλαττίας χελώνης μὴ ἅπτεσθαι.- ΣτΕ: Ο Αθήναιος ο Ναυκρατίτης παραθέτει ένα απόσπασμα του φιλόσοφου Κλέαρχου από τους Σόλους της Κύπρου.
- φησὶν ὁ αὐτὸς Κλέαρχος,
- ※ 2/3ος κε αιώνας ⌘ Ἀθήναιος ὁ Nαυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 7, 103 @scaife.perseus, @el.wikisource, @dfhg-project.org
Συγγενικά
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- κωπηλάτης - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κωπηλάτης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναύτης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αθλητισμός (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως η ομάδα 'στρατιώτης' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'τοξότης' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τοξότης' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως τα -ης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από την Παλαιά Διαθήκη (ελληνιστική κοινή)
- Λήμματα με παραθέματα (ελληνιστική κοινή)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Πλούταρχο (ελληνιστική κοινή)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Αθήναιο (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)