ελαύνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ελαύνω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐλαύνω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₁el- (κινώ, οδηγώ, πηγαίνω)
Ρήμα[επεξεργασία]
ελαύνω (συνήθως σε σύνθετα)
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ελαύνω
|
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₁el- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)