Μετάβαση στο περιεχόμενο

έλασμα

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: ἔλασμα
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το έλασμα τα ελάσματα
      γενική του ελάσματος των ελασμάτων
    αιτιατική το έλασμα τα ελάσματα
     κλητική έλασμα ελάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
έλασμα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἔλασμα < αρχαία ελληνική ἐλαύνω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₁el- (κινώ, οδηγώ, πηγαίνω)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈe.la.zma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: έλασμα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

έλασμα ουδέτερο

  1. τμήμα μετάλλου με πεπλατυσμένη μορφή
  2. (ειδικότερα) τμήμα μετάλλου με πεπλατυσμένη μορφή που του έχουν εφαρμόσει έλαση
  3. (βοτανική) το πλατύφυλλο μέρος ενός φυτού

Συγγενικά

[επεξεργασία]

 και δείτε τη λέξη ελαύνω

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]