ελασματουργός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ελασματουργός αρσενικό ή θηλυκό
- που κατεργάζεται ή κατασκευάζει ελάσματα
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ελασματουργείο
- → δείτε τις λέξεις έλασμα και ελαύνω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ελασματουργός
|