-ουργός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | -ουργός | οι | -ουργοί |
γενική | του/της | -ουργού | των | -ουργών |
αιτιατική | τον/τη(ν) | -ουργό | τους/τις | -ουργούς |
κλητική | -ουργέ | -ουργοί | ||
Κατηγορία όπως «γιατρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- -ουργός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -ουργός < ἔργον
- για όρους του 17ου, 18ου, 19ου αιώνα από τα γαλλικά < γαλλικά -ateur (αρσενικό), -atrice (θηλυκό) < λατινικά -tor
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /uɾˈɣos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : -ουρ‐γός
Επίθημα
[επεξεργασία]-ουργός αρσενικό (ή αρσενικό και θηλυκό)
- δεύτερο συνθετικό μετουσιαστικών αρσενικών ή θηλυκών που δηλώνουν
- το πρόσωπο που έχει ως επάγγελμα ή ασχολία ή αντικείμενο αυτό που σημαίνει το πρώτο συνθετικό
- ξύλο > ξυλουργός
- ιερό > ιερουργός
- δράμα > δραματουργός (που συγγράφει δραματικά ή γενικά θεατρικά έργα)
- μουσική > μουσουργός (ο συνθέτης, ο συνθέτων μουσικής)
- λεπτός/λεπτότητα > λεπτουργός (που δημιουργεί λεπτά χειροτεχνήματα)
- ταχυδακτυλουργός: ταχύς + δάχτυλο + ουργός απόδοση του γαλλικού prestidigitateur
- το πρόσωπο ή τον παράγοντα-μέσον που οι ενέργειές του ή η λειτουργία του έχουν ως αποτέλεσμα το πρώτο συνθετικό
- θαύμα > θαυματουργός (π.χ. θαυματουργό νερό)
- γένεση > γενεσιουργός (που προκαλεί την γένεση, π.χ. γενεσιουργός αιτία, παράγοντας)
- εξαίρεση: αγαθό > αγαθοεργός (που κάνει κάτι για το αγαθό)
- ότι κάποιος εργάζεται για χάρη του πρώτου συνθετικού
- λειτουργός (λαός και έργο: που εργάζεται για το λαό)
- υπουργός (που εργάζεται υπό τις εντολές κάποιου άλλου, άρα για τον άλλο)
- υπουργός στην πολιτική (εννοείτο η λέξη λαός, εκείνος που εργάζεται υπό τον λαό, για τον λαό)
- πρωθυπουργός (ο πρώτος μεταξύ των υπουργών, δηλαδή από εκείνους που εργάζονται για το λαό)
- το πρόσωπο που έχει ως επάγγελμα ή ασχολία ή αντικείμενο αυτό που σημαίνει το πρώτο συνθετικό
Σύνθετα
[επεξεργασία]Σημειώσεις
[επεξεργασία]Για τα ραδιούργος, πανούργος, κακούργος εκφράζονται οι εξής θεωρίες
- α) τονίστηκαν κατ' αναλογία με το κακούργος (αρχαία ελληνική κακοῦργος, ομηρικό: κακοεργός) -ίσως το ακολούθησαν επειδή ήταν κακόσημα, θεωρία όμως που δεν ερμηνεύει γιατί π.χ. το όνομα Λυκούργος (Λυκοῦργος) τονιζόταν στην παραλήγουσα χωρίς να δηλώνει κάτι κακό
- β) τονίστηκαν στην παραλήγουσα ως επίθετα ενώ τα άλλα (οπλουργός, μεταλλουργός, ιερουργός, χειρουργός) ήταν ουσιαστικά, θεωρία που και πάλι δεν ερμηνεύει γιατί το ουσιαστικό Λυκούργος δεν ακολούθησε τον ίδιο κανόνα να εκφέρεται ως *Λυκουργός
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- -ουργός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'γιατρός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επιθήματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ζητούμενα λήμματα (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Ζητούμενα λήμματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)