μεταλλουργός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μεταλλουργός οι μεταλλουργοί
      γενική του μεταλλουργού των μεταλλουργών
    αιτιατική τον μεταλλουργό τους μεταλλουργούς
     κλητική μεταλλουργέ μεταλλουργοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μεταλλουργός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή μεταλλουργός < αρχαία ελληνική μέταλλον + -ουργός (με συναίρεση από το ἔργον)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /me.ta.luɾˈɣos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νε‐ταλ‐λουρ‐γός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μεταλλουργός αρσενικό

  1. (επάγγελμα) ο τεχνίτης που κατεργάζεται μέταλλα
  2. ο ειδικευμένος στη μεταλλουργία τεχνίτης
  3. (επάγγελμα) μηχανικός εξειδικευμένος στη μεταλλουργία

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ζητούμενο λήμμα

Πηγές[επεξεργασία]