μέταλλο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μέταλλο τα μέταλλα
      γενική του μετάλλου
μέταλλου
των μετάλλων
    αιτιατική το μέταλλο τα μέταλλα
     κλητική μέταλλο μέταλλα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μέταλλο < ελληνιστική κοινή μέταλλον [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈme.ta.lo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μέ‐ταλ‐λο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μέταλλο ουδέτερο

  1. χημικό στοιχείο που υπερτερεί από τα άλλα (αμέταλλα) στη στερεότητα, το ειδικό βάρος, τη λάμψη, την αντοχή και είναι αρκετά καλός αγωγός της θερμότητας αλλά και του ηλεκτρισμού
  2. (μεταφορικά) ευκρινής, καθαρός τόνος φωνής

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]