μεταλλικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
μεταλλικός μεταλλική, μεταλλικό
- (χημεία): που έχει σχέση με μέταλλο
- (ορθοφωνία): που έχει μεταλλική χροιά φωνής, διακεκομμένα ξεσπάσματα υψηλών συχνοτήτων στην αρχή εκφοράς των φθόγγων χωρίς η φωνή αναγκαστικά να είναι υψηλής συχνότητας (συνήθως μέσες ανδρικές φωνές είναι μεταλλικές και κάποιες μπάσες, γιατί η μεταλλική χροιά απαιτεί διατμητότητα κάτι που οι υψηλές αποδίδουν σπανίως)
- (μουσική): που έχει σχέση με την μέταλ
- (μουσική): που έχει σχέση με μεταλλικά κρουστά