ορθοφωνία
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ορθοφωνία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική orthophonie < αρχαία ελληνική ὀρθός + φωνή
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ορθοφωνία θηλυκό
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ορθοφωνία
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)