πρωθυπουργός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η πρωθυπουργός οι πρωθυπουργοί
      γενική του/της πρωθυπουργού των πρωθυπουργών
    αιτιατική τον/την πρωθυπουργό τους/τις πρωθυπουργούς
     κλητική πρωθυπουργέ πρωθυπουργοί
Κατηγορία όπως «γιατρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πρωθυπουργός < (πρώτος) πρωθ- + υπουργός (ὑπουργός, δασυνόμενη λέξη), μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική premier ministre[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pɾo.θi.puɾˈɣos/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πρωθυπουργός αρσενικό ή θηλυκό και σπανιότερα θηλυκό πρωθυπουργίνα)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]