πρωθυπουργεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πρωθυπουργεύω < πρωθυπουργός + -εύω

Ρήμα[επεξεργασία]

πρωθυπουργεύω

  1. (πολιτική) είμαι πρωθυπουργός και εκτελώ τα σχετικά καθήκοντα
  2. (πολιτική) είμαι αναπληρωτής του πρωθυπουργού, όταν λείπει

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]