πρωθυπουργεύω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πρωθυπουργεύω < πρωθυπουργός + -εύω
Ρήμα
[επεξεργασία]πρωθυπουργεύω
- (πολιτική) είμαι πρωθυπουργός και εκτελώ τα σχετικά καθήκοντα
- (πολιτική) είμαι αναπληρωτής του πρωθυπουργού, όταν λείπει
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | πρωθυπουργεύω | πρωθυπούργευα | θα πρωθυπουργεύω | να πρωθυπουργεύω | πρωθυπουργεύοντας | |
β' ενικ. | πρωθυπουργεύεις | πρωθυπούργευες | θα πρωθυπουργεύεις | να πρωθυπουργεύεις | πρωθυπούργευε | |
γ' ενικ. | πρωθυπουργεύει | πρωθυπούργευε | θα πρωθυπουργεύει | να πρωθυπουργεύει | ||
α' πληθ. | πρωθυπουργεύουμε | πρωθυπουργεύαμε | θα πρωθυπουργεύουμε | να πρωθυπουργεύουμε | ||
β' πληθ. | πρωθυπουργεύετε | πρωθυπουργεύατε | θα πρωθυπουργεύετε | να πρωθυπουργεύετε | πρωθυπουργεύετε | |
γ' πληθ. | πρωθυπουργεύουν(ε) | πρωθυπούργευαν πρωθυπουργεύαν(ε) |
θα πρωθυπουργεύουν(ε) | να πρωθυπουργεύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | πρωθυπούργευσα | θα πρωθυπουργεύσω | να πρωθυπουργεύσω | πρωθυπουργεύσει | ||
β' ενικ. | πρωθυπούργευσες | θα πρωθυπουργεύσεις | να πρωθυπουργεύσεις | πρωθυπούργευσε | ||
γ' ενικ. | πρωθυπούργευσε | θα πρωθυπουργεύσει | να πρωθυπουργεύσει | |||
α' πληθ. | πρωθυπουργεύσαμε | θα πρωθυπουργεύσουμε | να πρωθυπουργεύσουμε | |||
β' πληθ. | πρωθυπουργεύσατε | θα πρωθυπουργεύσετε | να πρωθυπουργεύσετε | πρωθυπουργεύστε | ||
γ' πληθ. | πρωθυπούργευσαν πρωθυπουργεύσαν(ε) |
θα πρωθυπουργεύσουν(ε) | να πρωθυπουργεύσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω πρωθυπουργεύσει | είχα πρωθυπουργεύσει | θα έχω πρωθυπουργεύσει | να έχω πρωθυπουργεύσει | ||
β' ενικ. | έχεις πρωθυπουργεύσει | είχες πρωθυπουργεύσει | θα έχεις πρωθυπουργεύσει | να έχεις πρωθυπουργεύσει | ||
γ' ενικ. | έχει πρωθυπουργεύσει | είχε πρωθυπουργεύσει | θα έχει πρωθυπουργεύσει | να έχει πρωθυπουργεύσει | ||
α' πληθ. | έχουμε πρωθυπουργεύσει | είχαμε πρωθυπουργεύσει | θα έχουμε πρωθυπουργεύσει | να έχουμε πρωθυπουργεύσει | ||
β' πληθ. | έχετε πρωθυπουργεύσει | είχατε πρωθυπουργεύσει | θα έχετε πρωθυπουργεύσει | να έχετε πρωθυπουργεύσει | ||
γ' πληθ. | έχουν πρωθυπουργεύσει | είχαν πρωθυπουργεύσει | θα έχουν πρωθυπουργεύσει | να έχουν πρωθυπουργεύσει |
|
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πρωθυπουργεύω
|
Πηγές
[επεξεργασία]- πρωθυπουργεύω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- πρωθυπουργεύω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- πρωθυπουργεύω - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)