αναπληρωτής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αναπληρωτής < αναπληρώνω + -τής
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αναπληρωτής αρσενικό (θηλυκό αναπληρώτρια)
- αυτός που αναπληρώνει ένα διοικητικό στέλεχος σε περίπτωση απουσίας του
- ο αναπληρωτής διευθυντής
- εκπαιδευτικός που προσλαμβάνεται με σύμβαση ορισμένου χρόνου (μερικών μηνών) προκειμένου να καλύψει λειτουργικά κενά σε σχολεία
- καθηγητής πανεπιστημίου, ανώτερος από τον επίκουρο και κατώτερος από τον καθηγητή πρώτης βαθμίδας
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αναπληρωτής