substitute

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
substitute substitutes

substitute (en)

  • το υποκατάστατο, ο αναπληρωτής, ο αντικαταστάτης, ένα άτομο ή ένα πράγμα που χρησιμοποιώ ή έχω αντί αυτού που χρησιμοποιώ ή έχω συνήθως
    ⮡  honey substitutes - τα υποκατάστατα του μελιού
    ⮡  You must find your substitute yourself.
    Πρέπει να βρεις ο ίδιος τον αναπληρωτή σου.
    ⮡  He is a substitute for the director, when he is absent.
    (κυριολεκτικά) Είναι αντικαταστάτης του διευθυντή, όταν αυτός απουσιάζει./Είναι αναπληρωτής διευθυντής.
     συνώνυμα: alternate
ενεστώτας substitute
γ΄ ενικό ενεστώτα substitutes
αόριστος substituted
παθητική μετοχή substituted
ενεργητική μετοχή substituting

substitute (en)

  • (μεταβατικό και αμετάβατο) αντικαθιστώ, αντικατασταίνω, υποκαθιστώ, αναπληρώνω, τοποθετώ κάποιον ή κάτι στη θέση του άλλου· παίρνω τη θέση κάποιου άλλου
    ⮡  I will be substituting for your teacher this week.
    Θα αντικαταστήσω το δάσκαλό σας αυτή η βδομάδα.
    ⮡  Who will substitute for me tomorrow?
    Ποιος θα με αντικαταστήσει αύριο;
    ⮡  We will substitute butter with margarine.
    Θα υποκαθιστούμε το βούτυρο με μαργαρίνη.
    ⮡  The assistant director is substituting for the director who’s away.
    Ο υποδιευθυντής αναπληρώνει το διευθυντή που λείπει.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη replace