πρόεδρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
![]() |
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | πρόεδρος | πρόεδροι |
γενική | προέδρου | προέδρων |
αιτιατική | πρόεδρο | προέδρους |
κλητική | πρόεδρε | πρόεδροι |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πρόεδρος < αρχαία ελληνική πρόεδρος < πρό + ἕδρα ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική président)
- Η αρχική σημασία: «αυτός που κάθεται στην πρώτη θέση »
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πρόεδρος αρσενικό ή θηλυκό (θηλυκό: & προεδρίνα)
- εκλεγμένο ή διορισμένο άτομο που προΐσταται ενός οργανισμού, σωματείου, οργάνωσης, ομάδας κ.λπ.
- (ειδικότερα) ο ανώτατος άρχοντας ενός κράτους που δεν έχει μοναρχία
- ο πρόεδρος της Δημοκρατίας