Μετάβαση στο περιεχόμενο

chairman

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
chairman chairmen

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
chairman < chair + -man

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

chairman (en)

  1. ο πρόεδρος, άντρας που προεδρεύει μια συνέλευση
      the chairman of the general meeting - ο πρόεδρος της γενικής συνέλευσης
  2. αυτός που είναι επικεφαλής μιας εταιρείας, ενός συλλόγου, ενός κόμματος κτλ.

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]