chairman
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
chairman | chairmen |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]chairman (en)
- ο πρόεδρος, άντρας που προεδρεύει μια συνέλευση
- ⮡ the chairman of the general meeting - ο πρόεδρος της γενικής συνέλευσης
- αυτός που είναι επικεφαλής μιας εταιρείας, ενός συλλόγου, ενός κόμματος κτλ.