πολυπρόεδρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | πολυπρόεδρος | οι | πολυπρόεδροι |
γενική | του/της του |
πολυπροέδρου πολυπρόεδρου |
των | πολυπροέδρων |
αιτιατική | τον/την | πολυπρόεδρο | τους/τις τους |
πολυπροέδρους πολυπρόεδρους |
κλητική | πολυπρόεδρε | πολυπρόεδροι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, μόνον για το αρσενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «κάτοικος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /po.liˈpɾo.e.ðɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πο‐λυ‐πρό‐ε‐δρος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πολυπρόεδρος αρσενικό ή θηλυκό
- (νεολογισμός, ανεπίσημο, προφορικό) άτομο το οποίο προεδρεύει σε πολλούς φορείς ή οργανισμούς
- ※ Πιάνει δουλειά ο …πολυπρόεδρος στον ΠΑΟΚ [τίτλος άρθρου]
- *, Πρώτο Θέμα, 13 Οκτωβρίου 2010
- ※ Πιάνει δουλειά ο …πολυπρόεδρος στον ΠΑΟΚ [τίτλος άρθρου]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πολυπρόεδρος
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'κάτοικος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα πολυ- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Ανεπίσημοι όροι (νέα ελληνικά)
- Προφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)