φορέας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φορέας οι φορείς
      γενική του φορέα
φορέως
των φορέων
    αιτιατική τον φορέα τους φορείς
     κλητική φορέα φορείς
Κατηγορία όπως «αμφορέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
φορέας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φορεύς < φέρω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

φορέας αρσενικό ή θηλυκό

  1. (επιδημιολογία) που έχει, μεταφέρει ή μεταδίδει
    ⮡  πριν από αυτές τις εξετάσεις, το ήξερες ότι είσαι φορέας της μεσογειακής αναιμίας ;
    ⮡  ορισμένα τρωκτικά είναι φορείς πολύ επικίνδυνων ασθενειών για τους ανθρώπους
  2. (ειδικότερα, μηχανική) κατασκευή ή υλικό που υποδέχεται εξωτερικά φορτία τα οποία και μεταφέρει
  3. ομάδα προσώπων, σύλλογος, οργανισμός κ.ο.κ., με επίσημη (θεσμοθετημένη) ή όχι μορφή, που αναπτύσσει διάφορες δραστηριότητες, όπως επαγγελματικές, οικονομικές, επιστημονικές, πολιτιστικές κ.ά.
    ⮡  ο σύνδεσμός τους είναι ένας αξιόλογος 'φορέας γνώσης και πολιτισμού για το χωριό μας
    ⮡  θέλουμε να συστήσουμε έναν φορέα για την καλύτερη προβολή των αγροτικών προϊόντων της περιοχής μας στο εξωτερικό

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]