φορεσιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φορεσιά | οι | φορεσιές |
γενική | της | φορεσιάς | των | φορεσιών |
αιτιατική | τη | φορεσιά | τις | φορεσιές |
κλητική | φορεσιά | φορεσιές | ||
όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φορεσιά < μεσαιωνική λέξη φορεσία < φόρεσις < φορέω-φορῶ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φορεσιά θηλυκό
- ειδική στολή, ενδύματα για ειδικές περιστάσεις
- παραδοσιακή φορεσιά, λαϊκή κ.λπ.
- η φορεσιά του γαμπρού
Εκφράσεις[επεξεργασία]
ωπα, φορεσιά ο σακάτης!