costume

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
costume costumes

costume (fr) αρσενικό

  1. το κοστούμι
  2. η φορεσιά
  3. η ενδυμασία
  4. η περιβολή



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
ενικός πληθυντικός
costume costumes

costume (pt) αρσενικό

  1. το κοστούμι
  2. η συνήθεια

Εκφράσεις

[επεξεργασία]