φορέω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]φορέω < φορά < φέρω ( ή άμεσα από το φέρω, από ρίζα φορ-, ετεροιωμένη βαθμίδα του φέρ-)
Ρήμα
[επεξεργασία]φορέω - φορῶ, μεσοπαθητικό: φορέομαι, -οῦμαι
- θαμιστικός τύπος του φέρω, μεταφέρω συχνά
- φορώ όπλα, ρούχα
- έχω ενα ψυχικό ή σωματικό χαρακτηριστικό
- υπομένω, υποφέρω
- παρασύρω και παρασύρομαι (από θάλασσα, θύελλα)
- παίρνω
- ορμάω
- αποσύρομαι