υπομένω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υπομένω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὑπομένω < ὑπό + μένω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /i.poˈme.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐πο‐μέ‐νω
Ρήμα[επεξεργασία]
υπομένω, αόρ.: υπέμεινα/υπόμεινα (χωρίς παθητική φωνή)
- αντιμετωπίζω καρτερικά κάτι δυσάρεστο ή μια δυσκολία
- ※ Χρόνια τώρα είχε συνηθίσει να υπομένει αγόγγυστα τις γκρίνιες των ανθρώπων. (Μένης Κουμανταρέας, Το λουτρό)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα υπο- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ρήματα χωρίς παθητική φωνή (νέα ελληνικά)
- Ρήματα χωρίς μετοχή παθητικού παρακειμένου (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)