tolerate
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | tolerate |
γ΄ ενικό ενεστώτα | tolerates |
αόριστος | tolerated |
παθητική μετοχή | tolerated |
ενεργητική μετοχή | tolerating |
Ρήμα
[επεξεργασία]tolerate (en)