ανυπομονώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανυπομονώ < μεσαιωνική ελληνική ανυπόμονος
Ρήμα[επεξεργασία]
ανυπομονώ
- περιμένω με λαχτάρα κάτι, δεν μπορώ να κάνω υπομονή
- ανυπομονώ να έρθει το καλοκαίρι και να πάμε διακοπές
Κλίση[επεξεργασία]
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
---|---|---|---|---|---|---|
α' ενικ. | ανυπομονώ | ανυπομονούσα | θα ανυπομονώ | να ανυπομονώ | ανυπομονώντας | |
β' ενικ. | ανυπομονείς | ανυπομονούσες | θα ανυπομονείς | να ανυπομονείς | (ανυπομόνει) | |
γ' ενικ. | ανυπομονεί | ανυπομονούσε | θα ανυπομονεί | να ανυπομονεί | ||
α' πληθ. | ανυπομονούμε | ανυπομονούσαμε | θα ανυπομονούμε | να ανυπομονούμε | ||
β' πληθ. | ανυπομονείτε | ανυπομονούσατε | θα ανυπομονείτε | να ανυπομονείτε | ανυπομονείτε | |
γ' πληθ. | ανυπομονούν(ε) | ανυπομονούσαν(ε) | θα ανυπομονούν(ε) | να ανυπομονούν(ε) |