ανυπομονώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ανυπομονώ < μεσαιωνική ελληνική ανυπόμονος

Ρήμα[επεξεργασία]

ανυπομονώ

Κλίση[επεξεργασία]

πρόσωπα Ενεστώτας Παρατατικός Εξ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. ανυπομονώ ανυπομονούσα θα ανυπομονώ να ανυπομονώ ανυπομονώντας
β' ενικ. ανυπομονείς ανυπομονούσες θα ανυπομονείς να ανυπομονείς (ανυπομόνει)
γ' ενικ. ανυπομονεί ανυπομονούσε θα ανυπομονεί να ανυπομονεί
α' πληθ. ανυπομονούμε ανυπομονούσαμε θα ανυπομονούμε να ανυπομονούμε
β' πληθ. ανυπομονείτε ανυπομονούσατε θα ανυπομονείτε να ανυπομονείτε ανυπομονείτε
γ' πληθ. ανυπομονούν(ε) ανυπομονούσαν(ε) θα ανυπομονούν(ε) να ανυπομονούν(ε)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]