ανυπομονώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ανυπομονώ < πιθανόν κληρονομημένο από τη μεσαιωνική ελληνική *ἀνυπομονῶ (τύπος ἀνυπομονῇ)[1] < ἀνυπόμονος (ανυπόμονος). Μορφολογικά αναλύεται σε αν- στερητικό + υπομον(ή) + -ος > +

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.ni.po.moˈno/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐νυ‐πο‐μο‐νώ

ανυπομονώ, πρτ.: ανυπομονούσα, σπάνιος αόριστος ανυπομόνησα[2] ελλειπτικό ρήμα (χωρίς παθητική φωνή)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σπάνιος αόριστος: ανυπομόνησα, εξαρτημένος τύπος: ανυπομονήσω

πρόσωπα Ενεστώτας Παρατατικός Εξ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. ανυπομονώ ανυπομονούσα θα ανυπομονώ να ανυπομονώ ανυπομονώντας
β' ενικ. ανυπομονείς ανυπομονούσες θα ανυπομονείς να ανυπομονείς
γ' ενικ. ανυπομονεί ανυπομονούσε θα ανυπομονεί να ανυπομονεί
α' πληθ. ανυπομονούμε ανυπομονούσαμε θα ανυπομονούμε να ανυπομονούμε
β' πληθ. ανυπομονείτε ανυπομονούσατε θα ανυπομονείτε να ανυπομονείτε ανυπομονείτε
γ' πληθ. ανυπομονούν(ε) ανυπομονούσαν(ε) θα ανυπομονούν(ε) να ανυπομονούν(ε)

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. ἀνυπομονέω - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
  2. ανυπομονώΓεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας