Κατηγορία:Λέξεις με πρόθημα αν- από το στερητικό α- (νέα ελληνικά)
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γλώσσα: Νέα ελληνικά » Ετυμολογία » Μορφολογία » Προσφύματα » Προθήματα » Λέξεις κατά πρόθημα » αν- |
για τους συντάκτες: γράφουμε
{{π|αν-|από=στερητικό α-}} [[στερητικό]] +
|
Μορφές:
- με στερητικό α-
- με α-, με ά-
- με αν- στερητικό ή με άν- διαφορετική από την Κατηγορία με το αν- από ανά
- με ανα- στερητικό ή με ανά- διαφορετική από την Κατηγορία με το ανα- από ανά
- με ανε-, με ανέ-, με ανη-, με ανή-
- με προτακτικό α-
- με επιτατικό α-
Επίσης δείτε
Σελίδες στην κατηγορία "Λέξεις με πρόθημα αν- από το στερητικό α- (νέα ελληνικά)"
Αυτή η κατηγορία περιέχει τις ακόλουθες 122 σελίδες, από 122 συνολικά.
Α
- ανάγιαστος
- ανάδελφος
- αναιμικός
- αναιρώ
- αναίσθητος
- αναίτιος
- ανακρίβεια
- ανακριβολογία
- αναμφίβολος
- αναμφισβήτητος
- αναντίστοιχος
- αναξιόλογος
- αναξιόπιστος
- αναξιότητα
- αναπόδεικτος
- αναπόδραστος
- αναποκατάστατος
- αναποφάσιστος
- αναπόφευκτος
- αναστιγματικός
- ανασφάλιστος
- ανεγκεφαλία
- ανέγκλητος
- ανεγκλώβιστος
- ανεδαφικός
- ανεικονικός
- ανείπωτος
- ανέκκλητος
- ανεκπλήρωτος
- ανεκτίμητος
- ανεκτύπωτος
- ανελαστικός
- ανελεήμονας
- ανελεήμων
- ανελέητος
- ανελευθέρωτος
- ανεμβολίαστος
- ανέμπνευστος
- ανενδοίαστος
- ανενεργός
- ανενταφίαστος
- ανεντόπιστος
- ανεξερεύνητος
- ανεξέταστος
- ανεξιστόρητος
- ανεξοικείωτος
- ανεξόρυκτος
- ανεπάρκεια
- ανεπίβλεπτος
- ανεπιεικής
- ανεπιθύμητος
- ανεπικαιρότητα
- ανεπίπλαστος
- ανεπίπλωτος
- ανεπίσημος
- ανεπισκεύαστος
- ανεπίτρεπτος
- ανεπιφύλακτος
- ανεργία
- ανευρίσκω
- ανεφυάλωτος
- ανηδονία
- ανήθικος
- ανήλιος
- ανηχοϊκός
- ανίατος
- ανιδέαστος
- ανιδιοτέλεια
- ανιθαγενής
- ανικανοποίηση
- ανίκανος
- ανικτερικός
- ανιοβόλος
- ανίσκιος
- ανισο-
- ανισοβαρής
- ανισόβαρος
- ανισόδομος
- ανισοζύγιση
- ανισομεγέθης
- ανισομετρία
- ανισομήκης
- ανισονομία
- ανισοπεδοποίηση
- ανισοσκελία
- ανισοτέλεια
- ανισοτελής
- ανισοτροπία
- ανισόχρονος
- ανιστόρητος
- ανοίκειος
- ανολοκλήρωτος
- ανομβρία
- ανομοιοκατάληκτος
- ανομοιοκαταληξία
- ανομοίωση
- ανοξία
- ανόπτηση
- ανοργανωτικός
- ανοργάνωτος
- ανοργωσιά
- ανόργωτος
- ανόρεξος
- ανορθογραφία
- ανορθόγραφος
- ανορθογράφος
- ανορθογραφώ
- ανορθοδοξία
- ανορθολογιστής
- ανόσιος
- ανοσμία
- ανοσφρησία
- ανυμνολόγητος
- ανυπαρξία
- ανυπερπήδητος
- ανυποδούλωτος
- ανυποληψία
- ανυπομνημάτιστος
- ανυπομονώ
- ανυπόφερτος
- ανώδυνος
- ανώνυμος