ανεπικαιρότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ανεπικαιρότητα < ανεπίκαιρος + -ότητα. Μορφολογικά, αν- στερητικό + επικαιρότητα
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.ne.pi.ceˈɾo.ti.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐νε‐πι‐και‐ρό‐τη‐τα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ανεπικαιρότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του ανεπίκαιρου
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ανεπικαιρότητα
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σάλπιγγα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ότητα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα αν- από το στερητικό α- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)