ανόπτηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανόπτηση οι ανοπτήσεις
      γενική της ανόπτησης* των ανοπτήσεων
    αιτιατική την ανόπτηση τις ανοπτήσεις
     κλητική ανόπτηση ανοπτήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ανοπτήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ανόπτηση < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἀνόπτη(σις)[1] ήδη από το 1847 (< ανοπτώ < γερμανική ausglühen)[2] + -ση (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική annealing ή από τη γαλλική recuit[3]). Μορφολογικά αναλύεται σε αν- στερητικό + αρχαία ελληνική ὄπτη(σις) + -ση < → δείτε ὀπτάω και ὀπτῶ
Καμπανοειδείς κλίβανοι ανόπτησης. Οι ένδεκα κλίβανοι διακρίνονται στο βάθος.

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /aˈno.pti.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐νό‐πτη‐ση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ανόπτηση θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Διαφορετικό το ανοπτικός < οπτικός.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. ανόπτησηΓεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. σελ. 91, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
  3. ανόπτηση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας