θέρμανση
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | θέρμανση | οι | θερμάνσεις |
γενική | της | θέρμανσης* | των | θερμάνσεων |
αιτιατική | τη | θέρμανση | τις | θερμάνσεις |
κλητική | θέρμανση | θερμάνσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, θερμάνσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- θέρμανση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική θέρμανσις < θερμαίνω < θερμός
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈθeɾ.man.si/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]θέρμανση θηλυκό
- η ενέργεια του θερμαίνω
- οι ηλιακοί συλλέκτες χρησιμεύουν στη θέρμανση του νερού χρήσης (εφημερίδα "Καθημερινή", 8 Νοεμβρίου 2003)
- συσκευή ή σύστημα που θερμαίνει ένα χώρο
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Πηγές
[επεξεργασία]- θέρμανση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- θέρμανση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)