Μετάβαση στο περιεχόμενο

chauffage

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
chauffage chauffages

chauffage (fr) αρσενικό