ανεξιστόρητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανεξιστόρητος < αν- (στερητικό α-) + εξιστορ(ώ) + -ητος < αρχαία ελληνική ἐξιστορέω / ἐξιστορῶ
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.ne.ksiˈsto.ɾi.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐νε‐ξι‐στό‐ρη‐τος
Επίθετο[επεξεργασία]
ανεξιστόρητος, -ή, -ο
- που δεν είναι δυνατόν να εξιστορηθεί
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανεξιστόρητος
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα αν- από το στερητικό α- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα εξ- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ητος (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)