ανεξερεύνητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανεξερεύνητος < αρχαία ελληνική ἀνεξερεύνητος < α(ν)- στερητικό + ἐξερευνάω, -ῶ + κατάληξη ρηματικών επιθέτων -τος
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ανεξερεύνητος, -η, -ο
- που δεν έχει εξερευνηθεί ή δεν είναι δυνατόν να εξερευνηθεί
- Παρέμεινε ανεξερεύνητο το ζήτημα της τύχης του. (Βασίλης Λασκαρίδης, Από τον Δεκέμβρη στον Εμφύλιο και 134 μήνες εξορία, 2006)