ανηχοϊκός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανηχοϊκός < λόγιο ενδογενές δάνειο: anechoic (βλ. αρχαία ελληνική ἠχώ). Μορφολογικά αναλύεται σε αν- στερητικό + ηχοϊκός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο[επεξεργασία]
ανηχοϊκός, -ή, -ό
- που δεν παράγει ηχώ, που δεν αντανακλά τα ηχητικά ή ηλεκτρομαγνητικά κύματα
- ※ Το εργαστήριο ονομάζεται ανηχοϊκός θάλαμος, που σημαίνει ότι δεν υπάρχει ηχώ καθώς το δωμάτιο απορροφά το 99,99% του ήχου. (To πιο ήσυχο δωμάτιο στον κόσμο που μπορεί οδηγήσει στην παράνοια, 04/08/2022, skai.gr [1])
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα αν- από το στερητικό α- (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)