ανηδονία
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ανηδονία < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.ni.ðoˈni.a/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ανηδονία θηλυκό
- (ψυχιατρική) η ανικανότητα βίωσης της ευχαρίστησης, της ηδονής
- ※ Αν αρχίσατε να νιώθετε ανηδονία στην πορεία της ερωτικής σας ζωής, τότε σκεφτείτε μήπως συνέβη κάποιο γεγονός που σας επηρέασε (π.χ. αρνητική σεξουαλική εμπειρία, σχέση κακοποίησης ή εγκατάλειψης) ή περάσατε ένα διάστημα που είχατε αποχή από τη σεξουαλική πράξη ή παρουσιάσατε επεισόδιο κατάθλιψης. (Εφημερίδα Τα Νέα, 12/4/2013 *)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ψυχιατρική (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)