ανάγιαστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
ανάγιαστος< αν- + (αγιάζω) αγιασ- + -τος
Επίθετο[επεξεργασία]
ανάγιαστος
- που δεν του έχει γίνει αγιασμός, δεν έχει ραντιστεί με αγιασμό
Πηγές[επεξεργασία]
- ανάγιαστος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας